- επιτρώγω
- ἐπιτρώγω (AM)τρώω επί πλέον, τρώω κάτι ως επιδόρπιο ή τρώω μετά από κάτι άλλο («κρόμμυον ἐπιτρώγοντας ἐν τῇ ἑορτῇ», Λουκιαν.)2. γεν. τρώω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτραγεῖν — ἐπιτρώγω eat with aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραγοῦσα — ἐπιτρώγω eat with aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρωγέτω — ἐπιτρώγω eat with pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρώγειν — ἐπιτρώγω eat with pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρώγοντες — ἐπιτρώγω eat with pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρώγων — ἐπιτρώγω eat with pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)